- παθοποιία
- πᾰθο-ποιία, ἡ,A excitement of the passions, Rufin.Fig.36.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παθοποιία — παθοποιΐα, ἡ (Α) [παθοποιός] η διέγερση, η κίνηση πάθους … Dictionary of Greek